- θελήσαι
- θελήσαῑ , ἐθέλωto be willingaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'θελῆσαι — ἐθελῆσαι , ἐθέλω to be willing aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελῆσαι — ἐθέλω to be willing aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχωλαίνω — ΜΑ (μετρ.) χωλαίνω μαζί με άλλον («ἀλλ ἔοικε θελῆσαι μᾱλλον συγχωλᾱναι τῷ ὁμηρικῷ μέτρῳ», Ευστ.) … Dictionary of Greek
συνεπεμβαίνω — Α 1. επωφελούμαι μαζί ή συγχρόνως («μὴ θελῆσαι συνεπεμβαίνειν τοῑς κατ ἀλλήλων καιροῑς», Πολ.) 2. καταπατώ, ποδοπατώ κάποιον από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek